πολυπροσώπως

πολυπροσώπως
πολυπρόσωπος
many-faced
adverbial
πολυπρόσωπος
many-faced
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυπροσώπως — Α επίρρ. βλ. πολυπρόσωπος …   Dictionary of Greek

  • πολυπρόσωπος — η, ο / πολυπρόσωπος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλά πρόσωπα, που αλλάζει εμφάνιση 2. (για θεατρικά έργα) αυτός στον οποίο υπάρχουν πολλά πρόσωπα, πολλοί ρόλοι 3. αυτός που αποτελείται από πολλά πρόσωπα (α. «πολυπρόσωπη αποστολή» β. «πολυπρόσωπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”